- χαφτανάς
- ο, θηλ. χαφτανού, Ν [χάφτω]λαίμαργος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χάφτας — ο, θηλ. χάφτισσα, τ. αρσ. πληθ. χάφτες και χάφτηδες Ν 1. αυτός που χάφτει λαίμαργα το φαγητό του, λαίμαργος, χαφτανάς 2. μτφ. α) πνευματικά νωθρός, ανόητος β) εύπιστος γ) άπληστος, σφετεριστής δ) το θηλ. γυναίκα ελευθέριων ηθών που εκμεταλλεύεται … Dictionary of Greek
χάφτης — ο, Ν [χάφτω] 1. χαφτανάς 2. άλλη κοινή ονομασία τού ψαριού σκορπίνα … Dictionary of Greek